ὀψωνητικός

From LSJ
Revision as of 13:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψωνητικός Medium diacritics: ὀψωνητικός Low diacritics: οψωνητικός Capitals: ΟΨΩΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: opsōnētikós Transliteration B: opsōnētikos Transliteration C: opsonitikos Beta Code: o)ywnhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for purveying, τέχνη Ath. 6.228c, 7.313f.

German (Pape)

[Seite 434] ή, όν, zum Einkaufen der Speisen, bes. Fische gehörig; ἡ ὀψωνητική, sc. τέχνη, die Kunst, Fische gut einzukaufen. Ein Buch darüber vom Samier Lynkeus citirt Ath. VII, 313 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψωνητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ὀψωνεῖν, εἰς τὴν ἀγορὰν τροφῶν, τέχνη Ἀθήν. 228C, 313F.

Greek Monolingual

ὀψωνητικός, -ή, -όν (Α) οψωνητής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγορά όψων, ιδίως ψαριών.