θηρίδιον
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
τό, Dim. of θηρίον, in pl.,
A animalculae, Thphr.HP2.8.3, Arr.Epict.2.9.6, Gal.16.162, Gp.5.53.6.
German (Pape)
[Seite 1209] τό, dim. von θηρίον, Thierchen, Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θηρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θηρίον, ἐν τῷ πληθ. animalculae, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 8, 3.
Russian (Dvoretsky)
θηρίδιον: τό зверок Plut.