θυάς
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
άδος, ἡ, (θύω)
A = θυιάς (q. v.). II attack, πλευρωνίας Mich. in PN30.20. III θύας· πηδήσας, Hsch.; cf. θύασσε· ἐπήδησε, Cyr.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
c. θυιάς.
Greek Monolingual
θυάς και ορθή γρφ. θυιάς, -άδος, ή (ΑΜ) [θύω (ΙΙ)]
βλ. θυιάς.
Russian (Dvoretsky)
θυάς: άδος ἡ Plut. = θυιάς I.