κατασπασμικός
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ή, όν, of a drug,
A curing κατασπασμός, POxy. 1088.68 (i A.D.).
Greek Monolingual
κατασπασμικός, -ή, -όν (Α) κατασπασμός
(για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία κατασπασμών.