κατόμβριμος
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
ον,
A rainy, ἔτος Orph.Fr.252.
Greek Monolingual
κατόμβριμος, -ον (Α)
βροχερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὄμβριμος «βροχερός»].