κατισχνάω
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
or κατισχν-έω, = foreg., ἐπιφθέγγεσθαι κατισχνημένον in a
A thin voice. Ps.-Luc.Philopatr.20.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατισχνάω of κατισχνέω of κατισχνόω [κάτισχνος] verzwakken:. ἐπιφθέγγεσθαι κατισχνημένον met zwakke stem spreken [Luc.] 82.20.