κατισχνάω
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
English (LSJ)
or κατισχνέω, = κατισχναίνω (cause to pine, waste away, reduce, weaken, make to pine), ἐπιφθέγγεσθαι κατισχνημένον in a thin voice. Ps.-Luc. Philopatr. 20.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατισχνάω of κατισχνέω of κατισχνόω [κάτισχνος] verzwakken:. ἐπιφθέγγεσθαι κατισχνημένον met zwakke stem spreken [Luc.] 82.20.