Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
Full diacritics: κρᾰτητής | Medium diacritics: κρατητής | Low diacritics: κρατητής | Capitals: ΚΡΑΤΗΤΗΣ |
Transliteration A: kratētḗs | Transliteration B: kratētēs | Transliteration C: kratitis | Beta Code: krathth/s |
οῦ, ὁ,
A one who holds or possesses, ἱερῶν Procl.Par.Ptol.228.
κρατητής, -oῡ, ὁ (Α) κρατώ
αυτός που κρατά κάτι, που βαστάζει ή κατέχει κάτι.