λογοκλοπία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A stealing of another's words or thoughts, plagiarism, attributed to Empedocles by Timae.81.
Greek (Liddell-Scott)
λογοκλοπία: ἡ, (κλέπτω) τὸ κλέπτειν τοὺς λόγους ἢ τὰς σκέψεις ἄλλου, ἀποδιδόμενον τῷ Ἐμπεδοκλεῖ ὑπὸ τοῦ Τιμαί. 81.
Greek Monolingual
και λογοκλοπή, η (Α λογοκλοπία)
η κλοπή, η ιδιοποίηση ξένων λόγων ή σκέψεων ή ξένης διδασκαλίας, γενικώς ξένης πνευματικής εργασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -κλοπία (< -κλόπος < κλέπτω), πρβλ. πυρο-κλοπία].