μαδαρότης
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A baldness, Hp.Hum.1, cf. Gal.16.88; falling off of the eyelashes, Id.14.767.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰδᾰρότης: -ητος, ἡ, φαλακρότης, Ἱππ. Προγν. 47.
Greek Monolingual
μαδαρότης, -ητος, ἡ (Α) μαδαρός
1. η ιδιότητα του μαδαρού, η φαλακρότητα
2. η πτώση τών τριχών τών βλεφάρων.