μεταλλουργός

From LSJ
Revision as of 17:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον → exactly weighed words

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλουργός Medium diacritics: μεταλλουργός Low diacritics: μεταλλουργός Capitals: ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: metallourgós Transliteration B: metallourgos Transliteration C: metallourgos Beta Code: metallourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A miner, D.S. 5.37, Dsc.5.74.

German (Pape)

[Seite 149] Metalle verarbeitend, Sp.

Greek Monolingual

ο (Α μεταλλουργός)
αυτός που εργάζεται σε μεταλλείο, μεταλλωρύχος
νεοελλ.
1. τεχνίτης που κατεργάζεται μέταλλα
2. επιστήμονας που ασχολείται με τη μεταλλουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + -ουργός].

Russian (Dvoretsky)

μεταλλουργός: ὁ рудокоп Diod.