ναυπηγής

From LSJ
Revision as of 17:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυπηγής Medium diacritics: ναυπηγής Low diacritics: ναυπηγής Capitals: ΝΑΥΠΗΓΗΣ
Transliteration A: naupēgḗs Transliteration B: naupēgēs Transliteration C: nafpigis Beta Code: nauphgh/s

English (LSJ)

ές,

   A shipbuilding, τέχναι Man.4.323.

German (Pape)

[Seite 232] ές, = ναυπηγός; τέχναι Maneth. 4, 393.

Greek (Liddell-Scott)

ναυπηγής: -ές, = ναυπηγός, Μανέθων 4. 323.

Greek Monolingual

ναυπηγής, -ές (Α)
αυτός που αφορά τη ναυπήγηση ή αυτός που αποβλέπει στη ναυπήγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. κοινο-πηγής].