νεκρονώμης
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
ου, ὁ,
A corpsebearer, Man.4.192.
German (Pape)
[Seite 237] ὁ, Leichenträger, Maneth. 4, 192.
Greek (Liddell-Scott)
νεκρονώμης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς νεκροὺς ἐκφέρων, νεκροφόρος, Μανέθων 4. 192.
Greek Monolingual
νεκρονώμης, ὁ (Μ)
αυτός που εκφέρει τους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -νώμης (< νωμῶ «διανέμω»)].