νυκτηγρεσία
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
ἡ, written -εγρεσία, =
A excubiae, Gloss. ; nyctegresia, Fest. s.v. egretus.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτηγρεσία: -γρετέω, = νυκτεγερσία, -γερτέω, Λοβεκ. Φρύνιχ. 701.
Greek Monolingual
νυκτηγρεσία, ἡ (Α)
βλ. νυκτεγερσία.