νευρότρωτος

From LSJ
Revision as of 17:41, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρότρωτος Medium diacritics: νευρότρωτος Low diacritics: νευρότρωτος Capitals: ΝΕΥΡΟΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: neurótrōtos Transliteration B: neurotrōtos Transliteration C: nevrotrotos Beta Code: neuro/trwtos

English (LSJ)

ον,

   A wounded in the sinews or tendons, Dsc.1.58, Androm. ap. Gal.13.419, Gal.13.563, Alex.Aphr.Pr.1.50.

Greek (Liddell-Scott)

νευρότρωτος: -ον, ὁ τετρωμένος κατὰ τὰ νεῦρα ἢ τοὺς τένοντας, Γαλην. 13. 344.

Greek Monolingual

νευρότρωτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που τραυματίστηκε στα νεύρα ή στους τένοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + τρωτός (< τι-τρώ-σκω «τραυματίζω»), πρβλ. καρδιό-τρωτος, τενοντό-τρωτος].