παναμείλιχος

From LSJ
Revision as of 17:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνᾰμείλῐχος Medium diacritics: παναμείλιχος Low diacritics: παναμείλιχος Capitals: ΠΑΝΑΜΕΙΛΙΧΟΣ
Transliteration A: panameílichos Transliteration B: panameilichos Transliteration C: panameilichos Beta Code: panamei/lixos

English (LSJ)

ον,

   A allunmerciful, ἦτορ ib.2.203.

German (Pape)

[Seite 456] = Vorigem, ἦτορ, Opp. Cyn. 2, 203.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνᾰμείλῐχος: -ον, ὅλως ἀνελεήμων, ἦτορ Ὀππ. Κυν. 2. 203.

Greek Monolingual

παναμείλιχος, -ον (Α)
τελείως ανελεήμων, τελείως άσπλαχνος («παναμείλιχον ἦτορ», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀμείλιχος «αμείλικτος»].