παρακελευστής

From LSJ
Revision as of 18:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακελευστής Medium diacritics: παρακελευστής Low diacritics: παρακελευστής Capitals: ΠΑΡΑΚΕΛΕΥΣΤΗΣ
Transliteration A: parakeleustḗs Transliteration B: parakeleustēs Transliteration C: parakelefstis Beta Code: parakeleusth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who calls out to or encourages, Gloss.

German (Pape)

[Seite 482] ὁ, Zurufer, Ermunterer (?).

Greek (Liddell-Scott)

παρακελευστής: -οῦ, ὁ, παρακελευόμενος, ὁ παραθαρρύνων διὰ τῆς φωνῆς, προτρέπων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, Α παρακελεύομαι
αυτός που παρακινεί, που προτρέπει, που δίνει θάρρος με τον λόγο του.