περικειμένως

From LSJ
Revision as of 18:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικειμένως Medium diacritics: περικειμένως Low diacritics: περικειμένως Capitals: ΠΕΡΙΚΕΙΜΕΝΩΣ
Transliteration A: perikeiménōs Transliteration B: perikeimenōs Transliteration C: perikeimenos Beta Code: perikeime/nws

English (LSJ)

Adv.

   A completely, τοῦτο π. διεκρούσατο Ἀσκληπιάδης Cass.Pr.1.

Greek (Liddell-Scott)

περικειμένως: Ἐπίρρ. ἐντελῶς, Κασσ. Προβλ. 1. 331.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από παντού, εντελώς, ολότελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περικείμενος, μτχ. του ρ. περίκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].