σμώγω

From LSJ
Revision as of 19:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμώγω Medium diacritics: σμώγω Low diacritics: σμώγω Capitals: ΣΜΩΓΩ
Transliteration A: smṓgō Transliteration B: smōgō Transliteration C: smogo Beta Code: smw/gw

English (LSJ)

   A smite, cited as etym. of σμῶδιξ, EM721.23.

Greek (Liddell-Scott)

σμώγω: πλήττω, μνημονεύεται ὡς ῥίζα τοῦ σμῶδιξ, Ἐτυμολ. Μέγ. 721. 23.

Greek Monolingual

Α
πλήττω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σμώγω απαντά στο Μέγα Ετυμολογικόν, όπου θεωρείται ως ο ρηματικός τ. από τον οποίο παράγεται η λ. σμῶδιξ].