σταυρικός

From LSJ
Revision as of 19:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταυρικός Medium diacritics: σταυρικός Low diacritics: σταυρικός Capitals: ΣΤΑΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: staurikós Transliteration B: staurikos Transliteration C: stavrikos Beta Code: stauriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or by a cross, θάνατος Tz.H.4.220.

Greek (Liddell-Scott)

σταυρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ὅμοιος πρὸς σταυρόν, διὰ σταυροῦ, σημεῖον, θάνατος, σχῆμα Βυζ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σταυρικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σταυρός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σταυρό του Χριστού
2. αυτός που έχει σχήμα σταυρού
3. (για τον θάνατο ή το μαρτύριο) αυτός που γίνεται επάνω στον σταυρό, με τον σταυρό («τὸν Πέτρον τὸν σταυρικὸν ἀναδεξάμενον θάνατον», Γρηγ. Νύσσ.)
νεοελλ.
φρ. «σταυρικός ναός»
αρχιτ. ναός με σχήμα σταυρού, σταυρεπίστεγος.