σῆσις
From LSJ
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
English (LSJ)
εως, ἡ, (σήθω)
A sifting, Suid.: Dor. σᾶσις, τοῦ κονίματος τᾶς γᾶς τὰν σᾶσιν Ἄσανδρος [sc. ἐπρίατο] BCH23.566 (Delph.).
German (Pape)
[Seite 876] ἡ, das Sieben, Sichten (?).
Greek (Liddell-Scott)
σῆσις: -εως, ἡ, (σήθω) κοσκίνισμα, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ήσεως και δωρ. τ. σᾱσις, -άσεως, ἡ, Α σήθω
το κοσκίνισμα.