τρωξαλλίς
From LSJ
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A grasshopper or locust, Alex.15.12; ἀκρὶς τ. Dsc.2.52; troxallis (v.l. trixallis, etc.), Plin.HN30.117; τρωξαλλίς (also τριξελλας, τοξαλλίς) = grillus, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
τρωξαλλίς: ἡ, εἶδος ἐντόμου κατατρώγοντος τὰ λάχανα, εἶδος ἀκρίδος, κατεδηδόκασι τὰ λάχανα αἱ τρωξαλλίδες Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 1. 12· troxalis παρὰ Πλινίῳ 30. 6, 16 § 49.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
βλ. τρωξαλλίδα.