τρωξαλλίδα

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85

Greek Monolingual

η / τρωξαλλίς, -ίδος, ΝΑ
είδος ακρίδας που, κατά την αρχαία παράδοση, έτρωγε τα λάχανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωξ- του ρ. τρώγω (πρβλ. μέλλ. τρώξ-ομαι) + υποκορ. κατάλ. -αλλίς (πρβλ. πυραλλίς)].