τυντλώδης

From LSJ
Revision as of 20:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυντλώδης Medium diacritics: τυντλώδης Low diacritics: τυντλώδης Capitals: ΤΥΝΤΛΩΔΗΣ
Transliteration A: tyntlṓdēs Transliteration B: tyntlōdēs Transliteration C: tyntlodis Beta Code: tuntlw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A muddy, λόγος (οἷον πεπατημένος καὶ κοινός) Com.Adesp.909.

Greek (Liddell-Scott)

τυντλώδης: -ες, (εἶδος) πηλώδης, λασπώδης, «τυντλώδης καὶ ληρώδης λόγος, οἷον ὁ πεπατημένος καὶ κοινός· τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλὸς» Α. Β. 65, 15.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α τύντλος)
1. (κατά το λεξ. Σούδα) λασπώδης
2. μτφ. (κατά τον Φρύν. στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τυντλώδης και ληρώδης λόγος, οἷονπεπατημένος καὶ κοινός
τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλός».