στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Full diacritics: φῐλόκουρος | Medium diacritics: φιλόκουρος | Low diacritics: φιλόκουρος | Capitals: ΦΙΛΟΚΟΥΡΟΣ |
Transliteration A: philókouros | Transliteration B: philokouros | Transliteration C: filokouros | Beta Code: filo/kouros |
A attonsus, Gloss. (sed leg. ψιλόκουρος).
φῐλόκουρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν κουράν, Γλωσσ.
-ον, ΜΑ
αυτός που του αρέσει να είναι κουρεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κουρος (< κουρά «κούρεμα»), πρβλ. πρωτό-κουρος].