χιδρίας
From LSJ
English (LSJ)
πυρός, ὁ,
A unripe wheat, Ar.Fr.889.
German (Pape)
[Seite 1355] πυρός, ὁ, zu dem folgenden Gerichte gebrauchter Waizen, Ar. bei Poll. 6, 62, vgl. Schol. Ar. Pax 580.
Greek (Liddell-Scott)
χιδρίας: πυρός, ὁ, χλωρὸς σῖτος (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 548.
Greek Monolingual
ὁ, Α
φρ. «χιδρίας πυρός» — χλωρό σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χῖδρον «χλωρός σίτος» + κατάλ. -ίας].
Russian (Dvoretsky)
χιδρίας: adj. m предполож. недозрелый (πυρός Arph.).