ψαυστός

From LSJ
Revision as of 21:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαυστός Medium diacritics: ψαυστός Low diacritics: ψαυστός Capitals: ΨΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: psaustós Transliteration B: psaustos Transliteration C: psafstos Beta Code: yausto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A touched, ἄγαλμα οὐδὲ ψ. χειρὸς ἀνθρωπίνης, i. e. not made by mortal hand, Hdn.1.11.1.

German (Pape)

[Seite 1392] adj. verb. von ψαύω, berührt, zu berühren.

Greek (Liddell-Scott)

ψαυστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ ψαύσῃ, ψηλαφητός, Ἡρῳδιαν. 1. 11.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ψαύω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ψαύσει, να τον αγγίξει ελαφρά ή να τον χαϊδέψει ερωτικά.