ἀδιαβεβαίωτος
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
English (LSJ)
ον,
A unconfirmed, Ptol.Geog.2.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαβεβαίωτος: -ον, ὁ, περὶ οὗ δὲν ὑπάρχει βεβαιότης, Πτολεμ. Γεωργ. 2. 1.
Spanish (DGE)
-ον no confirmado Ptol.Geog.2.1.2.