ἀνισόπλευρος

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῐσόπλευρος Medium diacritics: ἀνισόπλευρος Low diacritics: ανισόπλευρος Capitals: ΑΝΙΣΟΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: anisópleuros Transliteration B: anisopleuros Transliteration C: anisoplevros Beta Code: a)niso/pleuros

English (LSJ)

ον,

   A scalene, τρίγωνον Ti.Locr.98a, Theo Sm.p.113H.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνῐσόπλευρος: -ον, ὁ ἔχων ἀνίσους πλευράς, Τίμ. Λοκρ. 98Α.

Spanish (DGE)

-ον
geom. escaleno τρίγωνον Ti.Locr.98a
de lados desiguales παραλληλεπίπεδα Theo Sm.p.113.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνισόπλευρος, -ον)
νεοελλ.
(για επίπεδα ή στερεά σχήματα) αυτός που έχει άνισες πλευρές
αρχ.
το σκαληνό τρίγωνο.

Russian (Dvoretsky)

ἀνισόπλευρος: неравнобедренный Plat.