ἀποσφραίνω
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
English (LSJ)
A make to smell, γλήχωνι αὑτὸν ἀποσφραίνει he gives himself a whiff of pennyroyal, AP11.165 (Lucill.), cf. Sor.2.85, Orib. 8.6.1:—Pass., ἥρμοσεν ἀποσφρανθέν when smelt at, Dsc.1.54.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσφραίνω: κάμνω τι νὰ ἔχῃ τὴν ὀσμὴν τινος, οὐ γλήχωνι Κρίτων ὁ φιλάργυρος, ἀλλὰ διχάλκῳ αὑτὸν ἀποσφραίνει, δίδει εἰς ἑαυτὸν ὀσμὴν διχάλκου, Ἀνθ. Π. 11. 165: ― Παθ., ἐπὶ φρενιτικῶν ἁρμόζει ἀποσφραινόμενον, νὰ τὸ ὀσφραίνωνται, Διοσκορ. 1. 64.
Spanish (DGE)
hacer oler, perfumar γλήχωνι ... αὑτόν ἀποσφραίνει AP 11.165 (Lucill.), cf. Sor.149.25, Orib.8.6.1, en v. pas. (κρόκινον) ἀποσφρανθέν Dsc.1.54.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσφραίνω: натирать духами, душить (αὑτόν τινι Anth.).