ἀσύννοος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ον, contr. ἀσύν-νους, ουν,
A thoughtless, ἀργία Pl.Sph.267d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύννοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ μὴ σὺν νῷ, συγκεχυμένος, Πλάτ. Σοφ. 267D.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύννοος: стяж. ἀσύννους 2 необдуманный, неразумный Plat.