ἀτέκνωσις
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
εως, ἡ,
A barrenness, Aq.Ps.34(35).12.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
esterilidad de una mujer, Rom.Mel.35.αʹ.1
•fig. desolación ἀ. τῇ ψυχῇ μου Aq.Ps.34.12.