ἄκλιτος

Revision as of 13:28, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, Gramm.,

   A indeclinable, D.T.641.23, A.D.Synt.30.10; Ael. Dion. wrote περὶ ἀκλίτων ῥημάτων. Adv. ἀκλίτως, ἔχειν Eust. 162.32.    2 Math., = ἀκλινής, Procl.in Euc.p.290F.    3 stable, Iamb.Myst.1.15.

German (Pape)

[Seite 74] 1) unbeweglich, unerbittlich, v. l. Theocr. 27, 16, für ἄλλυτον λίνον. – 2) indeclinabel, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκλῐτος: -ον, ὁ, μὴ κλινόμενος, Γραμμ.· ὁ Αἴλ. Διον. ἔγραψε περὶ ἀκλίτων ῥημάτων. ― Ἐπίρρ. ἀκλίτως ἔχειν, Εὐστ. 162. 32.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no se inclina a un lado u otrode la perpendicular, Procl.in Euc.290.19
inmutable, inquebrantable τάξις Procl.Phil.Chal.1, fig. ἀκλίτους ... τοὺς καθαροὺς νόας Iambl.Myst.1.15.
2 gram. indeclinable D.T.641.22
subst. τὸ ἄ. cualidad de indeclinable A.D.Synt.30.10.
II adv. -ως de manera indeclinable ἔχειν Eust.162.32.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκλιτος, -ον)
(στη γραμματική) αυτός που δεν κλίνεται
μσν.
ο πείσμων, ο δύσκαμπτος, άκαμπτος, ανένδοτος (Ιω. Κλίμ.)
αρχ.
1. αυτός που δεν παρουσιάζει κλίση
2. ο σταθερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κλίνω.
ΠΑΡ. ακλισία].

Russian (Dvoretsky)

ἄκλῐτος: грам. несклоняемый (ῥήματα).