ἐναύγασμα

Revision as of 14:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A illumination, ἐ θεῖον ib.88.

German (Pape)

[Seite 830] τό, die Erleuchtung, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναύγασμα: τό, φωτισμός, λάμψις, ἐναύγασμα θεῖον Φίλων 1. 88.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
resplandor, destello θεῖον Ph.1.88, σπινθηροειδές Procop.Gaz.M.87.1564A.

Greek Monolingual

το (Α ἐναύγασμα)
διάχυση φωτός, φώτιση, λάμψη, καταύγασμα, σελαγισμός
ἐναύγασμα θεῑον», Φίλ.).