ὑοφορβός
From LSJ
θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death
English (LSJ)
ὁ,
A swineherd, PCair.Zen.152.6 (iii B.C.), PTeb.5.171 (ii B.C.), Poll.7.187.
German (Pape)
[Seite 1179] ὁ, Sauhirt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑοφορβός: ὁ, (φέρβω) χοιροβοσκός, συβώτης, Πολυδ. Ζ΄, 187.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. ὑφορβός.