ὑπερβατόν
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
τό,
A the figure hyperbaton, i.e. a transposition of words or clauses, Phld.Rh.1.160 S. (pl.), Ph.1.580, Quint. Inst.8.6.65, A.D.Synt.311.26, Longin.22.1 (pl.), Hermog.Inv.4.3, etc.; of letters, A.D.Adv.167.6.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβατόν: τό, τὸ σχῆμα καθ’ ὃ μετατίθενται ἀπὸ τῆς οἰκείας θέσεως εἰς ἄλλην λέξεις ἢ προτάσεις ἢ καὶ γράμματα, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 306, Quintil. Inst. 8. 6, 65· πρβλ. ὑπερβατὸς Ι. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερβατόν· ὑπερβαινόμενον».