αὐασμός
From LSJ
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
English (LSJ)
ὁ,
A drying, dryness, Hp.Hum.4, AB462.
Greek (Liddell-Scott)
αὐασμός: ὁ, ἀποξήρανσις, ξηρασία, ξηρότης, Ἱππ. 47. 43, κτλ.· πρβλ. Α. Β. 462. 15.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
sequedad, desecamiento Hp.Hum.4, cf. AB 462.
Greek Monolingual
αὐασμός, ο (Α)
αποξήρανση.