διάσπαστος
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
English (LSJ)
ον,
A incoherent, disconnected, ἐπιστολαί Alciphr.2.2.
Greek (Liddell-Scott)
διάσπαστος: -ον, διεσχισμένος, διεσπασμένος, ἐπιστολαὶ Ἀλκίφρων. 2, 2.