περίστεπτος

Revision as of 22:44, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον,

   A crowned, wreathed, ταινίαις Emp.112.6.

German (Pape)

[Seite 594] umkränzt, umgeben, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίστεπτος: -ον, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ταινίαις περίστεπτος Ἐμπεδ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 62.

Greek Monolingual

-ον, Α περιστέφω
περιστεφανωμένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίστεπτος -ον [περιστέφω] omwikkeld.

Russian (Dvoretsky)

περίστεπτος: увенчанный (ταινίαις στέφεσίν τε Emped. ap. Diog. L.).