περίαυλον
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
English (LSJ)
τό,
A courtyard, enclosure, Keil-Premerstein Zweiter Bericht No.87 (ii A. D.), Supp.Epigr.2.481 (Scythia, iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
περίαυλον: καὶ -αύλιον, τό, αὐλὴ πέριξ οἰκίας, Βυζ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
το περιαύλιο, ο περίβολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -αυλον (< αὐλή), πρβλ. μέσ-αυλον].