προποδισμός
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ὁ,
A process, progression, ἀπὸ μονάδος Moderat. ap. Stob.1Coroll.8; ἀριθμός ἐστι π. πλήθους TheoSm.p.18H.; π. εἰς τὸ ὂν τοῦ ἑνός Dam.Pr.67. II direct motion, of planets, pl., opp. ὑποποδισμοί, Procl.Hyp.7.4; opp. ἀναποδισμοί, Nicom.Ar.1.5, Alex.Aphr.in Metaph.440.7.
German (Pape)
[Seite 740] ὁ, das Vorwärtsschreiten, Ggstz ἀναποδισμός, Moderat. bei Stob. ecl. 1, 2, 8; von den Gestirnen, Nicom. arithm. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
προποδισμός: ὁ, τὸ βαδίζειν πρὸς τὰ ἐμπρός, ἴδε ἀναποδισμός· ἐπὶ πλανητῶν ἀστέρων, Νικομ. Ἀριθμ. 1. 5.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ προποδίζω
1. πορεία προς τα εμπρός, πρόοδος («ὰριθμός ἐστι πρόοδος πλήθους», Θέων Σμ.)
2. (σχετικά με τους πλανήτες) ευθεία, σύμμετρη κίνηση.