Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔκπυστος

From LSJ
Revision as of 11:51, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκπυστος Medium diacritics: ἔκπυστος Low diacritics: έκπυστος Capitals: ΕΚΠΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ékpystos Transliteration B: ekpystos Transliteration C: ekpystos Beta Code: e)/kpustos

English (LSJ)

ον,

   A heard of, discovered, πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι Th.3.30, cf. 4.70,8.42, J.AJ19.1.7, Plu.Cam.3, etc.; ἔ. τι ποιεῖν Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6.

German (Pape)

[Seite 777] bekannt, ruchbar; ἔκπυστον γίγνεσθαι Thuc. 4, 70; 8, 42 u. Sp.; τινί, Plut. Camill. 3; ἔκπυστον ποιεῖν τινι, bekannt machen, Hdn. 2, 7, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπυστος: -ον, γνωστός, κυρίως ἐπὶ πραγμάτων, σπανίως δὲ ἐπὶ προσώπων, ἐμοὶ δοκεῖ πλεῖν ἡμᾶς ἐπί Μυτιλήνην πρὶν ἐκπύστους γενέσθαι, πρὶν γείνῃ τι γνωστὸν περὶ ἡμῶν, Θουκ. 3. 30., 4. 70., 8. 42· μὴ ἔκπυστα ποιεῖν τὰ ἄξια κρύπτεσθαι Συνεσ. Ἐπιστ. 143. σ. 279Α, Ἡρωδιαν. 2. 7, 10· - «ἐκπτύστων· φανερῶν ἢ πολλοῖς ἀκουστῶν» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est porté à la connaissance de, connu.
Étymologie: ἐκπυνθάνομαι.

Spanish (DGE)

-ον
gener. en constr. pred.
1 de pers. descubierto πρὶν ἐκπύστους (ἡμᾶς) γενέσθαι Th.3.30, cf. 4.70, 8.42, Charito 1.14.6, I.AI 18.111, Plu.2.324d, D.C.41.44.3.
2 de cosas conocido, desvelado, sacado a la luz τὸ πρᾶγμα ἔκπυστον γίγνεται Aeschin.Ep.10.6, πρὶν ἔκπυστα γενέσθαι Ῥωμαίοις τὰ βουλεύματα D.H.8.12, ἐκπύστου τοῦ ἐπιβουλεύματος γενομένου I.AI 19.44, cf. Paus.5.21.17, Plu.Cam.3, ἔκπυστα τοῖς πολλοῖς τὰ γεγραμμένα γενέσθαι Plu.Num.22, cf. Caes.64, ὡς ἂν ... ἡ φήμη ἔκπυστα καὶ γνώριμα ποιῇ (τὰ ἐκ τῆς Ῥώμης) Hdn.2.7.7, cf. 3.12.6, D.C.47.47.5, Men.Prot.21.49
divulgado, hecho público, dado a conocer τοὺς ἔκπυστα αὐτοῦ τὰ κρύφια ποιήσαντας Epicur.[1] 5, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἔκπυστος, -ον (Α)
αυτός που έγινε αντιληπτός ή γνωστός.

Greek Monotonic

ἔκπυστος: -ον (ἐκπυνθάνομαι), γνωστός, ξακουστός, περίφημος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκπυστος: узнанный, дошедший до сведения, известный: πρὶν ἔκπυστος γενέσθαι Thuc. прежде, чем стало известно о его прибытии; ἐκπύστου τούτου γενομένου πρὸς τὸν Μέτελλον Plut. когда весть об этом дошла до Метелла.

Middle Liddell

ἔκπυστος, ον ἐκπυνθάνομαι
discovered, Thuc.