ὑπερβίη
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ἡ,
A overbearing might, arrogance, Suid.
German (Pape)
[Seite 1192] ἡ, Uebergewalt, Uebermuth, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερβίη: ἡ, «ἡ ἀδικία» Σουΐδ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
αχαλίνωτη δύναμη, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + βία / βίη].