θέσπισμα

Revision as of 12:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ατος, τό, mostly in pl.,

   A oracles, oracular sayings, Hdt. 2.29, A.Fr.86, S.OT971: sg., E.Ion405.    2 Imperial constitution, Wilcken Chr.6.12 (pl., v A.D.), Just.Nov.113.1.1.

German (Pape)

[Seite 1204] τό, Götterspruch, Orakel; ἐπεάν σφεας ὁ θεὸς κελεύῃ διὰ θεσπισμάτων Her. 2, 29; Ζεὺς ἐγκαθίει Λοξίᾳ θεσπίσματα Aesch. frg. 74; τὰ παρόντα θεσπίσματ' οὐδενὸς ἄξια Soph. O. R. 973; τί θέσπισμ' ἐκ Τροφωνίου φέρεις Eur. Ion 405. – Sp. auch = Befehl des Kaisers.

Greek (Liddell-Scott)

θέσπισμα: τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., χρησμοί, λόγια μαντικά, Ἡρόδ. 2. 29, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 82, Σοφ. Ο. Τ. 971. 2) διάταγμα τῆς γερουσίας ἢ τοῦ αὐτοκράτορος, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
prescription des dieux, oracle.
Étymologie: θεσπίζω.

Spanish

oráculo, vaticinio

Greek Monolingual

το (ΑΜ θέσπισμα) θεσπίζω
νεοελλ.
1. νομοθέτημα
2. (κατ' επέκτ.) διάταγμα
3. πράξη ή απόφαση πανεπιστημιακής συγκλήτου
4. στον πληθ. τα θεσπίσματα
εκτελεστικά διατάγματα που εκδόθηκαν από την προσωρινή κυβέρνηση μετά την μεταπολίτευση του 1862
5. φρ. «κλητήριο θέσπισμα» — δικαστικό έγγραφο με το οποίο ο κατηγορούμενος καλείται απευθείας να παρουσιαστεί στο ακροατήριο
μσν.-αρχ.
δόγμα της συγκλήτου ή πρόσταγμα του αυτοκράτορα
αρχ.
στον πληθ. χρησμοί.

Greek Monotonic

θέσπισμα: -ατος, τό (θεσπίζω), στον πληθ., χρησμοδοτήσεις, προφητείες, μαντικοί λόγοι, σε Ηρόδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

θέσπισμα: ατος τό преимущ. pl. предсказание, прорицание, пророчество Her., Trag.

Middle Liddell

θέσπισμα, ατος, τό, θεσπίζω
in pl., oracular sayings, Hdt., Soph.