μεταπολίτευση
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
Greek Monolingual
η
η αντικατάσταση πολιτεύματος με άλλο, διαφορετικό ή εντελώς αντίθετο, αλλαγή πολιτεύματος («η μεταπολίτευση άνοιξε νέα περίοδο στην ιστορία μας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πολίτευση (< πολιτεύω). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο].