γεροντιάω
From LSJ
ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
English (LSJ)
A grow old or childish, D.L.3.18.
German (Pape)
[Seite 486] altern, alterschwach werden, D. L. 3, 18.
Greek (Liddell-Scott)
γεροντιάω: γηράσκω, γίνομαι παιδαριώδης, παλίμπαις, Διογ. Λ. 3. 18.
Spanish (DGE)
chochear οἱ λόγοι σου, φησί, γεροντιῶσι D.L.3.18.
Russian (Dvoretsky)
γεροντιάω: становиться старчески немощным, (о)дряхлеть Diog. L.