θορίσκομαι

From LSJ
Revision as of 14:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορίσκομαι Medium diacritics: θορίσκομαι Low diacritics: θορίσκομαι Capitals: ΘΟΡΙΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: thorískomai Transliteration B: thoriskomai Transliteration C: thoriskomai Beta Code: qori/skomai

English (LSJ)

Pass.,

   A receive semen, διὰ τῶν ὤτων Ant.Lib.29.3.

German (Pape)

[Seite 1214] den Saamen in stch aufnehmen, empfangen, Ant. Lib. 29.

Greek (Liddell-Scott)

θορίσκομαι: Παθ., δέχομαι σπέρμα, Ἀντών. Λιβ. 29.

Greek Monolingual

θορίσκομαι (Α)
δέχομαι σπέρμα, συλλαμβάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θορός, αναλογικά προς το κυΐσκομαι «συλλαμβάνω, μένω έγκυος»].