βαθύκομος
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
ον,
A with thick leaves, ὄρεα β. covered with thick forests, Ar.Fr.698 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύκομος: -ον, ὁ ἔχων πυκνὴν κόμην ἢ φύλλα πυκνά, ὄρεα βαθ., κεκαλλυμένα ὑπὸ πυκνῶν δασῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 557· ― ὡσαύτως -κόμης, ου, Πολυδ. 2. 24.
Spanish (DGE)
(βᾰθύκομος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de follaje como cabellera densa y larga ὄρεα Ar.Fr.718.
Greek Monolingual
βαθύκομος, -ον (Α)
(για βουνά) εκείνος που έχει πυκνά δάση.
Russian (Dvoretsky)
βαθύκομος: густо поросший (ὄρεα Arph.).