δίκολπος

From LSJ
Revision as of 14:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκολπος Medium diacritics: δίκολπος Low diacritics: δίκολπος Capitals: ΔΙΚΟΛΠΟΣ
Transliteration A: díkolpos Transliteration B: dikolpos Transliteration C: dikolpos Beta Code: di/kolpos

English (LSJ)

ον,

   A with two sinuses, Gal.2.890.

German (Pape)

[Seite 629] mit doppeltem Busen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δίκολπος: -ον, ὁ ἔχων δύο κόλπους ἢ κοιλότητας, μήτρα Γαλην. 4, 2770.

Spanish (DGE)

-ον de dos senosde la matriz, Praxag.Cous 12, cf. Sch.Hp.2.211.

Greek Monolingual

-ον (Α δίκολπος, -ον)
νεοελλ.
(για χώρα ή νήσο) αυτή που τα παράλιά της σχηματίζουν δύο κόλπους
αρχ.
(για τη μήτρα) αυτή που έχει δύο κόλπους.