δενδροφορία

Revision as of 15:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A carrying of trees, as a religious ceremony, Str.10.3.10(pl.).    II bearing, production of trees, Gp. 2.9.3.

German (Pape)

[Seite 546] ἡ, 1) das Tragen von Zweigen, καὶ χορεῖαι Strab. IX ρ. 468. – 2) Hervorbringen von Bäumen, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροφορία: ἡ, τὸ φέρειν κλάδους (ἴδε θυρσοφορία), Στράβ. 468. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἔτι=τὸ φέρειν ἢ τρέφειν δένδρα, εὐφορία, Γεωπ. 2. 9, 3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 transporte procesional de árboles en cultos como el de Dioniso y Deméter δενδροφορίαι τε καὶ χορεῖαι καὶ τελεταί Str.10.3.10.
2 producción de árbolesβαθύγειος (γῆ) ... πρὸς δενδροφορίαν ἐπιτηδεία Gp.2.9.3.

Greek Monolingual

δενδροφορία, η (Α) δενδροφορώ
1. η πομπική μεταφορά δένδρου σε θρησκευτικές τελετές
2. (για τόπους, εκτάσεις) η ανάπτυξη ή παραγωγή δένδρων.